πλευροκοπῶν

πλευροκοπῶν
πλευροκοπέω
smite the ribs
pres part act masc nom sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • δίχα — (AM) [δις] (πρόθεση) (με γεν.) χωρίς (α. «δίχα θορύβου και βοῆς» β. «ἀνθρώπων δίχα» χωρίς ανθρώπους γ. «μόνη, φασγάνου δίχα» μόνη, χωρίς ξίφος) αρχ. Ι. επίρρ. 1. σε δύο μέρη, χωριστά (α. «πλευροκοπῶν δίχα ἀνερρήγνυ» χτυπώντας στα πλευρά, έκοβε… …   Dictionary of Greek

  • πλευροκοπώ — άω / πλευροκοπῶ, έω, ΝΜΑ νεοελλ. μσν. επιτίθεμαι από τα πλευρά σε στρατιωτικό τμήμα ή σε οχυρωμένη θέση, προσβάλλω τα πλευρά στρατιωτικού σχηματισμού τού εχθρού αρχ. χτυπώ κάποιον στα πλευρά («πλευροκοπῶν δίχ ἀνερρήγνυ», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”